πυρηλιογράφος

πυρηλιογράφος
ο, Ν
(μετεωρ.) αυτογραφικό μετεωρολογικό όργανο χρησιμοποιούμενο για την καταγραφή τής άμεσης ακτινοβολίας τού Ηλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + ήλιος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”